Αεροπορικά ταξίδια, με πυξίδα τα δεδομένα
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πώς μια αεροπορική εταιρεία αποφασίζει να ξεκινήσει μια νέα πτήση; Γιατί κάποιες πόλεις συνδέονται απευθείας, ενώ άλλες όχι;
Πίσω από κάθε νέα πτήση που προστίθεται στο πρόγραμμα μιας αεροπορικής εταιρείας κρύβεται ένας σύνθετος σχεδιασμός, που ισορροπεί ανάμεσα σε εμπορικά δεδομένα, στρατηγική ανάπτυξης και επιχειρησιακή λειτουργία.
Από τη στρατηγική στον προγραμματισμό
Ο σχεδιασμός των δρομολογίων ακολουθεί δύο βασικά επίπεδα: το μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, που αφορά τη σύνθεση και το μέγεθος του στόλου και το βραχυπρόθεσμο επιχειρησιακό σχεδιασμό, ο οποίος επικεντρώνεται στη διαμόρφωση του δικτύου πτήσεων, με βάση τους διαθέσιμους πόρους, δηλαδή αεροσκάφη και πληρώματα. Η απόδοση δηλαδή η επιδιώκομενη κερδοφορία και οι προοπτικές κάθε δρομολογίου είναι βασικές παράμετροι σε κάθε περίπτωση.
Ο προγραμματισμός γίνεται δύο φορές τον χρόνο, περίπου 6 έως 12 μήνες πριν την έναρξη κάθε περιόδου, καλύπτοντας τη θερινή (Απρίλιος–Οκτώβριος) και τη χειμερινή (Νοέμβριος–Μάρτιος) σεζόν.
Το επιχειρησιακό μοντέλο κάνει τη διαφορά
Το πώς λειτουργεί μια εταιρεία επηρεάζει άμεσα τη στρατηγική της. Οι παραδοσιακές αεροπορικές, όπως η Aegean, η Lufthansa, η Emirates, χρησιμοποιούν κεντρικά αεροδρόμια-κόμβους, απ’ όπου εξυπηρετούν πολλαπλούς προορισμούς με ενδιάμεση στάση, στο κεντρικό αεροδρόμιο. Από την άλλη, οι εταιρείες χαμηλού κόστους, όπως η Ryanair, η Wizz Air και η easyJet, έχουν πολλαπλές βάσεις, κυρίως σε δευτερεύοντα, περιφερειακά αεροδρόμια και λειτουργούν απευθείας πτήσεις με στόχο να δημιουργούν ζήτηση μέσω φθηνών ναύλων και ισχυρού μάρκετινγκ.
Τα τελευταία χρόνια και καθώς οι εταιρείες χαμηλού κόστους αναπτύσσονται και μεγαλώνουν το στόλο τους έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν και κύρια αεροδρόμια σε πρωτεύουσες κάτι που δείχνει απο τη μία ότι το μοντέλο τους εξελίσσεται και αλλάζει, αλλά παράλληλα και ότι τα κύρια αεροδρόμια προσαρμόζονται και επιζητούν την ανάπτυξη μέσω αυτών των εταιρειών.
Στο παρόν στάδιο, οι εταιρείες χαμηλού κόστους εξυπηρετούν πέραν του 40% της συνολικής επιβατικής κίνησης στην Ευρώπη. Οι αεροπορικές εταιρείες που εξυπηρετούν κυρίως τουριστικούς σκοπούς και συνδυάζουν όλο το πακέτο των διακοπών όπως η TUI και η Jet2 αποφασίζουν που θα δρομολογήσουν πτήσεις κυρίως σε σχέση με τις συμφωνίες που έχουν με τουριστικά καταλύματα, εταιρείες μεταφοράς επιβατών και γενικά εκεί που μπορούν να δημιουργήσουν και να προσφέρουν ενα συνολικό ανταγωνιστικό πακέτο.
Παρόλα αυτά τα τελευταία χρόνια υπάρχει η τάση για δημιουργία δυναμικών πακέτων ακόμα και για αυτές τις εταιρείες, όπου οι πελάτες τους μπορούν πλέον να επιλέξουν προορισμό, αεροπορική εταιρεία (όχι κατ’ ανάγκην την ίδια), ξενοδοχείο και τις δραστηριότητες που θέλουν να κάνουν σε έναν προορισμό.
Αυτή η τάση δημιουργεί επιπλέον πίεση σε προορισμούς να παραμένουν ανταγωνιστικοί και να εμπλουτίζουν συνεχώς την τουριστική εμπειρία επειδή πλέον ο πελάτης δεν θα είναι απολύτα εξαρτώμενος από την αεροπορική εταιρεία.
Σε ενα έντονα μεταβαλλομενο περιβάλλον όπως το αεροπορικό επικρατεί μια τάση για σύγκλιση των μοντέλων και έτσι όλο και περισσότερες εταιρειές ακολουθούν αυτό που ονομάζεται υβριδικό μοντέλο συνδυάζοντας διαφορετικές στρατηγικές για μεγαλύτερη ευελιξία.
Τα κριτήρια επιλογής δρομολογίων
Η ζήτηση αποτελεί την κύρια παράμετρο. Οι αεροπορικές υπολογίζουν πόσοι επιβάτες αναμένεται να ταξιδέψουν στην πτήση χρησιμοποιώντας εργαλεία ανάλυσης επιβατικών ροών, λαμβάνοντας υπόψη 3 βασικές κατηγορίες – ζήτηση για ταξίδια αναψυχής, επισκέψεις σε φίλους ή συγγενείς – ειδικά σε προορισμούς με μεγάλες ομογενειακές κοινότητες – αλλά και μετακινήσεις που αφορούν επαγγελματικά ταξίδια ή μετεγκατάσταση για εργασία/σπουδές. Την καλοκαιρινή περίοδο, λόγω υψηλότερης ζήτησης, οι εταιρείες συχνά αυξάνουν τα δρομολόγιά τους, είτε προσθέτοντας νέα δρομολόγια, είτε ενισχύοντας υφιστάμενα δρομολόγια με επιπρόσθετες πτήσεις.
Στην περίπτωση της Κύπρου, η πλειονότητα των πτήσεων εξυπηρετεί την τουριστική ζήτηση, με σημαντικό ποσοστό που πλησιάζει το 70%, να αφορά εισερχόμενο τουρισμό.
Παράλληλα, υπάρχουν δρομολόγια που αφορούν κυρίως ταξίδια για επισκέψεις φίλων και συγγενών, ενώ κάποιες αγορές εξυπηρετούν πρωτίστως εξερχόμενη τουριστική ζήτηση.
Η απόδοση ενός δρομολογίου – δηλαδή το έσοδο ανά επιβάτη ανά χιλιόμετρο που έχει πετάξει – είναι εξίσου κρίσιμη. Δεν αρκεί να γεμίζουν οι θέσεις, ένα δρομολόγιο πρέπει να είναι και επικερδές. Οι εταιρείες αναζητούν προορισμούς που συνδυάζουν υψηλή πληρότητα με υψηλό yield, ώστε να μεγιστοποιούν την απόδοσή τους.
Η απόσταση διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Όσο μεγαλύτερη είναι η πτήση, τόσο περισσότερους επιχειρησιακούς πόρους απαιτεί: μεγαλύτερης διάρκειας απασχόληση πληρωμάτων, περισσότερα καύσιμα και περιορισμό στον αριθμό των πτήσεων που μπορεί να εκτελέσει ένα αεροσκάφος την ίδια ημέρα. Αυτό επηρεάζει προορισμούς όπως η Κύπρος, η οποία λόγω γεωγραφικής θέσης βρίσκεται μακριά από τις κύριες ευρωπαϊκές αγορές.
Το μειονέκτημα αυτό μπορεί να αντισταθμιστεί, είτε μέσω οικονομικών κινήτρων προς τις αεροπορικές, αλλά πρωτίστως με τη δημιουργία ζήτησης και επακόλουθης ικανοποιητικής απόδοσης, δηλαδή να μπορούν οι εταιρείες να πωλούν σε ανταγωνιστικές, αλλά συμφέρουσες για τις ίδιες τιμές.
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κριτήριο για τις εταιρείες χαμηλού κόστους ή τις υβριδικές οι οποιες πωλούν αποκλειστικά σε μεμονωμένους επιβάτες (αντί σε οργανωμένα ταξίδια) και το κύριο μέλημά τους είναι να διασφαλίσουν ότι τα αεροσκάφη τους θα είναι γεμάτα.
Έτσι πολλές φορές ρίχνουν τις τιμές όταν ο προορισμός δεν έχει μεγάλη απήχηση με αποτέλεσμα να ζημιώνουν και πολύ συχνά να αποχωρούν από μια αγορά ή να ακυρώνουν ενα δρομολόγιο. Παράλληλα ολοένα και περισσότερες αερογραμμές επικεντρώνονται σε δρομολόγια που μπορούν να λειτουργήσουν ολόχρονα για να επιτυγχάνουν την όσο καλύτερη δυνατή απασχόληση του στόλου και των πληρωμάτων τους. Αυτό είναι επίσης αλληλένδετο με την ανάγκη δημιουργίας ζήτησης σε περιόδους περιορισμένης επιβατικής κίνησης όπως τους χειμερινούς μήνες.
Ένας ακόμη παράγοντας είναι οι περιορισμοί που θέτουν κάποια αεροδρόμια. Ορισμένοι δημοφιλείς κόμβοι – όπως το Heathrow στο Λονδίνο ή το Schiphol στο Άμστερνταμ – λειτουργούν με slots, για καθορισμένο αριθμό απογειώσεων και προσγειώσεων, κάτι που δυσκολεύει την προσθήκη νέων πτήσεων. Σε αντίθεση, αεροδρόμια όπως της Λάρνακας και της Πάφου προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία, αφού δεν εφαρμόζουν περιορισμούς, επιτρέποντας μεγαλύτερη ευελιξία στις αερογραμμές. Επιπλέον, για πτήσεις προς χώρες εκτός της ΕΕ, απαιτούνται διμερείς συμφωνίες που καθορίζουν τα δικαιώματα πτήσεων, τα οποία πρέπει να εξασφαλιστούν για να λειτουργήσει ένα δρομολόγιο.
Επένδυση με προοπτική τριετίας
Ένα νέο δρομολόγιο δεν αποδίδει από την πρώτη μέρα. Συχνά χρειάζονται έως και 3 χρόνια για να φτάσει σε ικανοποιητική πληρότητα και απόδοση. Γι’ αυτό, οι αεροπορικές – ειδικά χαμηλού κόστους – επενδύουν σε νέα δρομολόγια με προσφορές, εντατική προβολή και κίνητρα, ώστε να δημιουργήσουν ζήτηση και σταδιακή ωρίμανση της αγοράς.
Συμπερασματικά, πίσω από κάθε νέα πτήση κρύβεται στρατηγική, ανάλυση και σχεδιασμός. Δεν είναι απλώς μια σύνδεση στον χάρτη, αλλά μια επιχειρηματική απόφαση με μακροπρόθεσμη προοπτική.